ρώμι

ρώμι
το см. ρούμι[ον]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ρώμι" в других словарях:

  • ρώμι — το, Ν. βλ. ρούμι …   Dictionary of Greek

  • ρούμι — και ρόμι και ρώμι, το, Ν οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται με απόσταξη από προϊόντα τού ζαχαροκάλαμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rum πιθ. συγκεκομμένος τ. τού rumbullion, από τη γλώσσα τών ιθαγενών της Μαλαισίας] …   Dictionary of Greek

  • ἄρωμι — ἄ̱ρωμι , αἴρω attach aor subj act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»